ὀφειλομένης

ὀφειλομένης
ὀφείλω
-IG
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστία — η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία) 1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη 2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία 3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και… …   Dictionary of Greek

  • λυγισμός — ο (AM λυγισμός) [λυγίζω] λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.) νεοελλ. φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα… …   Dictionary of Greek

  • παρακατάσχεση — η / παρακατάσχεσις έσεως, ΝΜΑ) [παρακατάσχω] νεοελλ. (νομ.) η κατακράτηση από τον οφειλέτη μιας οφειλόμενης παροχής, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει δική του συναφή και ληξιπρόθεσμη οφειλή προς τον οφειλέτη, αλλ. επίσχεση μσν. αρχ. διακατοχή,… …   Dictionary of Greek

  • παρασπόνδημα — ατος, τὸ, Α [παρασπονδώ] παράβαση οφειλόμενης πίστης, απιστία …   Dictionary of Greek

  • πλασμόλυση — η, Ν 1. βιολ. απώλεια νερού από ένα ζωντανό κύτταρο υπό την επίδραση τής ώσμωσης, η οποία προκαλεί μείωση τού όγκου του και, στη συνέχεια, τον θάνατό του 2. βοτ. αποκόλληση τού κυτταροπλάσματος ενός φυτικού κυττάρου από το κυτταρικό τοίχωμα λόγω… …   Dictionary of Greek

  • πουρμπουάρ — και μπουρμπουάρ, το, Ν άκλ. φιλοδώρημα που δίνεται είτε για την παροχή υπηρεσιών είτε ως ένα επί πλέον τής οφειλόμενης αμοιβής ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pourboire «φιλοδώρημα» < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιεις»] …   Dictionary of Greek

  • υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …   Dictionary of Greek

  • βοηθείας, παράλειψη — Το άρθρο 288 § 2 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα χαρακτηρίζει ως «παράλειψη οφειλομένης βοηθείας» τη μη παροχή συνδρομής σε περιπτώσεις δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης και την τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι και έξι μηνών. Προϋπόθεση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”